- κοκύαι
- κοκύαι, οἱ,A ancestors, AP9.312 ([place name] Zonas): fem., Call.Fr.anon.37 (v.l. κοκκ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοκύαι — ancestors masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκύα — κοκύαι και μτγν. γρφ. κοκκύαι, οἱ (Α) οἱ πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. κοκκύαι (με 2 κ) οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek
κοκύῃσι — κοκύαι ancestors masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκύας — κοκκύας, ὁ (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «κοκκύας ὁ πρόγονος ἔστι δὲ ἰωνικὴ ἡ λέξις σημαίνει δὲ τοὺς ἤδη κεκομμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοκύαι] … Dictionary of Greek
κοκύας — κοκύᾱς , κοκύαι ancestors masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)